η μικρή Λεύκω. |
Ξέχασα να σας συστηθώ! Η παρατεταμένη μοναξιά βλέπετε είχε ως συνέπεια να αναπτύξω μια τάση για πολυλογία. Λοιπόν με λένε Λεύκω το Πεύκο. Δε με φύτεψε εδώ κάποιος οικολόγος, όχι, μόνη μου ξεφύτρωσα. Μη με βλέπετε έτσι μικρή και κοκαλιάρα, στις ρίζες μου εγώ κουβαλώ αιώνες ιστορίας! Δεν ξέρω πόσο πίσω στο χρόνο μπορώ να σας πάω για να μη σας κουράσω. Ας ξεκινήσω απ' το πρόσφατο παρελθόν εικοσιοκτώ αιώνες πριν δηλαδή! Χαχαχαχαχα! Μη τρομάζετε, θα είμαι σύντομη.
τέσσερις άντρες στον δρόμο με τα πεύκα Vincent van Gogh |
Ήταν έμορφες ημέρες ετούτες για ένα πεύκο! Ήταν σχεδόν ιεροσυλία να κόψει κανείς κάποιο από τα δέντρα του ιερού αυτού δρόμου. Κι έτσι ο παππούς μου αυτός, όπως και πολλοί απόγονοί του μετέπειτα είχαν τέλος φυσικό. Κάποια πυρκαγιά, μια θύελλα ή ένα αστροπελέκι τον έστειλε αδιάβαστο. Πριν όμως είχε φροντίσει να σκορπίσει τα σπόρια του ολόγυρά του και εξασφαλήσει τη διαιώνησή του.
Ένας απ' αυτούς τους απογόνους του Δροσόισκιου ρίζωσε και βλάστησε αρκετά μακριά από την Ιερά Οδό καμπόσους αιώνες αργότερα. τούτον τον προ προ προπάππου μου τον ελέγανε Κουκουναρά Δάφνειο. Δάφνειο διότι η μοίρα τον ήθελε να ξεφυτρώσει κοντά στο ιερό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα, στο μέρος που εσείς οι σημερινοί ονομάζετε Δαφνί.
χώρος ιερού του Απόλλωνα στο Δαφνί, haidari.gr |
Ο παππούς μου αυτός όπως σας είπα είχε την τύχη (ή ατυχία;) να ξεφυτρώσει δίπλα στον αρχαίο ναό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα. 'Ο,τι είχε μείνει από δαύτον τουλάχιστον, αφού περάσανε από 'κει βάρβαροι που έκλεψαν κι έκαψαν. 'Ηταν ήρεμη η ζωή εκεί ώσπου μιαν ημέρα καταφτάνουν άνθρωποι μυστήριοι. Μηχανικοί, καλαφάτιδες, ξυλοκόποι χτίστες και πολλοί ιερείς της νέας θρησκείας. Συζητούσαν κάτου απ' τα κλαριά του Κουκουναρά, διαφωνούσαν, μετρούσαν και ξαναμετρούσαν... κι όταν τα λόγια και τα μετρήματα ετέλειωσαν άρχισε η φρίκη... Πελέκησαν τα απομεινάρια του όμορφου ναού και τον αποτελείωσαν. Τον έκαμαν συντρίμμια. Και σαν τελείωσαν με δαύτον, πελέκησαν και τα πεύκα ολόγυρά του... ρίξανε κατάχαμα και τον Κουκουναρά και από την σάρκα του έκαμαν σανίδια. και από τα σπασμένα μάρμαρα του αρχαίου ναού εσήκωσαν ναό νέο, χρηστιανικό. Και τα σανίδια του Κουκουναρά τα έκαμαν σκαλωσές να πατήσουν οι σοβατζίδες, οι ζωγράφοι και οι τεχνίτες του ψηφιδωτού. Κοίταζαν τα παιδιά τα απομεινάρια του πατέρα τους του Δάφνειου με φρίκη. Μερικά είχαν γλιτώσει απ' το μακελειό αφού λόγω του μικρού τους αναστήματος οι ξυλοκόποι δεν είχαν συμφέρο να τα κόψουν. Κοίταζαν και ρετσινοδακρίζανε. Τι μακελειό!
haidari.gr |
Δίπλα στα πεύκα οι παπάδες εφύτεψαν και κάτι κυπαρίσσια μα δεν τους πολυμιλούσαν τα άλλα πεύκα και δεν τα έκαμαν παρέα γιατί ήταν πολύ περήφανα και σνομπ.
Το λοιπόν και άλλοι αιώνες περάσανε και τα παιδιά του Κουκουναρά γιόμησαν την κοιλάδα του Δαφνίου ζωή και μυρουδιές. Εγίνηκε το μέρος ένας πράσινος παράδεισος! Εκεί άνθρωποι δεν υπήρχαν μοναχά περαστικοί βοσκοί με αναιδέστατα γίδια που εξολόθρευαν πολλά μικρά φυντάνια. Κάπως έτσι φτάσαμε κάπου στα 1800...
Άρης ο Ρετσινιάρης - flickr |
'Ωσπου μια νύχτα σαματάς μεγάλος και χαλασμός εγίνηκε! Μπαμ! Μπουμ! τυφεκιές και κουμπουριές ακούγονταν πέρα από την κοιλάδα στα δυτικά κοντά στους βάλτους! Τούρκοι! Ερχόντουσαν στην Αθήνα να ενισχύσουν τη φρουρά της Ακρόπολης και στον δρόμο τους κατεκαιγαν τα πάντα! Στάνες εκκλησιές καλύβια... Οι λιγοστοί άνθρωποι που έμεναν πέριξ του Χαϊδάρ Πασά (έτσι λέγονταν τότες η περιοχή) έτρεχαν να σωθούν απ' το φονικό.
Η μάχη του Χαϊδαρίου |
Νικόλαος Γύζης, Γιάντες (1878). εθ. πινακοθηκη |
Όπως ήταν φυσικό πέσανε οι δύο νέοι σε έρωτα βαθύ. Και τα γλυκά τα βράδια αποτραβιόντουσαν και οι δυο τους στο μέρος που στέκονταν η Δούκισσα. Και ακουμπούσαν πλάτη στον κορμό της. Και κοιτούσαν ψηλά, μέσα απ' τα κλαδιά της. Ίσως και πιο ψηλά ακόμα, στα αστέρια. Τους έκανε χάζι και χαίρονταν η Δούκισσα Τρυγόνα! Και που και που μάλωνε τα τρυγόνια που φιλοξενούσε στο φύλλωμά της εάν κάποιο από δαύτα κουτσουλούσε το ζευγαράκι από κάτου.
η Δούκισσα Τρυγόνα δίπλα στο κτήριο Γύζη |
Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει και όλο πιο πολύ το Χαϊδάρι γιομίζει από ανθρώπους. Στις αρχές του εικοστού αιώνα ήρθαν εδώ άνθρωποι ξεριζωμένοι από άλλες πατρίδες μακρινές. Ήρθαν εδώ να κάνουν μιαν νέα αρχή, να στεριώσουν οι ζωές τους. Μα οι άνθρωποι δεν είναι σαν εμάς τα δέντρα. Εμείς το μόνο που χρειαζόμαστε για να ζήσουμε είναι μια σπιθαμή γης ενώ εσείς θέλετε στρέμματα ολάκερα, θέλετε σπίτια, θέλετε πρώτες ύλες, θέλετε, θέλετε, θέλετε... Αυτά τα θέλω σας ανησυχούσαν τα πεύκα του Χαϊδαρίου κι ανάμεσά τους ανησυχούσαν και τα παιδιά της Δούκισσας. Πολλά από δαύτα ζούσαν κατά μήκος ενός δρόμου που σήμερα ονομάζεται οδός Καραϊσκάκη. Οι φόβοι γρήγορα πήραν σάρκα και οστά όταν οι πρώτοι πρόσφυγες άρχισαν να πελεκάνε δέντρα. Άλλος θες για να οργώσει, άλλος για να φτιάξει το καλύβι του, άλλος για καυσόξυλα... Τη δεντροστοιχία όμως στην οδό αυτή την άφησαν σχεδόν ανέπαφη, ευτυχώς.
Έτσι λοιπόν χάνουνταν πολλά πεύκα. Δίνανε το ξύλο τους για να στεριώσουν οι βασανισμένες ψυχές των ανθρώπων. Και όταν λίγο πέρασε ο καιρός και νόμιζαν όλοι πως τα προβλήματά τους ετέλεψαν, ήρθε το 1941...
Γυναίκες μεταφέρουν ξύλα απ' το Δαφνί |
Όλα τούτα σαν να κόπηκαν μαχαίρι τότε το 1941. Ο αέρας μύριζε θάνατο. Πείνα και κακουχίες. Οι άνθρωποι του Χαϊδαρίου χαμογελούσαν λιγότερο. Αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος δεν ξεμύτιζαν από τα σπίτια τους. Για ένα δέντρο όλα αυτά φαντάζουν περίεργα. Τι άλλαξε ξαφνικά, τι συνέβη, αυτά είναι υποθέσεις ανθρώπινες.
Κάτι άλλο παράξενο που είχε προσέξει κείνες τις ημέρες ήταν μια νέα φάρα ανθρώπων που τριγύριζε στους δρόμους τις πόλης. Ετούτοι δεν έμοιαζαν με τους Χαϊδαριωτες που ήξευρε. Ετούτοι ήσαντο λίγο πιο αψηλοί και ξανθοί. Φορούσαν κατσαρολικά στα καρκάλια τους και στολές γκριζωπές. Κουβαλούσαν φυσικλέκια και άμα δεν πηγαινοέρχονταν με κανένα φορτηγό, περπατούσαν ο ένας πισ' απ' τ' άλλον με βηματισμό ρυθμικό, ωσάν της πάπιας. Οι άλλοι άνθρωποι σκιαζόντουσαν και παραμερούσαν σαν περνούσαν αυτοί οι ξένοι.
Ένα μουντό πρωινό ο ξερός ήχος μιας φάλαγγας σκονισμένων φορτηγών εξύπνησε την πόλη. Έρχονταν από το στρατόπεδο κι ανέβαινε την Βασιλέως Γεωργίου. Σε λίγο θα περνούσε μπροστά από τον Σταύρο τον Σημαδεμένο. Ανάστατοι οι άνθρωποι μισάνοιξαν τα παραθυρόφυλλά τους να ιδουν τι συμβαίνει. Ήσαντο τρία, τέσσερα... μα μέσα στις καρότσες δεν είδαν αυτούς τους ξένους. Είδαν κάτι κουρελίδες και κοκαλιάρηδες, αλυσοδεμένους και βασανισμένους. Ποίοι ήταν; Πού τους πήγαιναν; Ε, δεν ήταν δική τους δουλειά να ανησυχούν και έκαναν να σφαλίσουν τα παραθύρια τους... Μα μια γυναίκα είχε αντίθετη γνώμη: "ΚΩΣΤΑΑΑ !!!" μια κραυγή πάγωσε καρδιές και βλέμματα! Και μετά μιαν άλλη: ΠΑΥΛΟΟΟ !!!" Και πόρτες άνοιξαν. Και πόδια έτρεξαν. Και δάκρυα χύθηκαν. Κάποιοι μες τα καμιονια ήταν Χαϊδαριωτες. Και οι δικοί τους τους είχαν αναγνωρίσει. Έκαναν να φτάσουν τις καρότσες μα οι ξένοι με τα φυσικλέκια τους απώθησαν. Τεντωμένα χέρια έτειναν με λαχτάρα πάνω στα μέταλλα των φορτηγών. Οι γυναίκες έπεφταν κατά γης, ξανασηκώνονταν και ακολουθούσαν την πομπή. Και οι αιχμάλωτοι στις καρότσες να κοιτούν χαμογελαστοί και δακρυσμένοι.
Ναπολέων Σουκατζής |
Και η πομπή πέρασε κάτω από τον Σταυρο. Και τότες ένας από τους αιχμαλώτους του τελευταίου φορτηγού άνοιξε την χούφτα του που μέχρι τότε κράταγε σφιχτή. Ένα τσαλακωμένο χαρτάκι ελευθερώθηκε απ' το χέρι του κι έπεσε στο χώμα. Στα ριζά του Σταύρου: "πατερούλι πάω για εκτέλεση, να 'σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου. Φιλιά πατερούλη. Ναπολέων". Κι άλλος έκαμε το ίδιο. Ύστερα κι άλλος, κι άλλος. Σαν να ήξευραν πως οι άνθρωποί τους θα αναζητούσαν τα ίχνη στους σε αυτό το πεύκο. Εκεί που έδιναν τα ραντεβού τους. Κι όταν τα καμιόνια χάθηκαν μακριά γέμισε κόσμο το μέρος του Σημαδεμένου. Αρραβωνιάρες, μάνες, πατεράδες... Ψαχούλευαν ανάμεσα στις πευκοβελόνες τους για κάποιο σημάδι, ένα μήνυμα...
Ένα μήνυμα που τελικά έφτασε στον προορισμό του. Ταξίδεψε στους χρόνους και φώλιασε μέσα στις καρδιές των Χαϊδαριωτών. Ξεδιπλώθηκε και διαβάστηκε δυνατά. Γιόμησε τον αέρα που αναπνέουμε με το άρωμα του Δροσόισκου, του Κουκουναρά, του Ρετσινιάρη, της Δούκισσας και του Σημαδεμένου.
Μυρίζει ιστορία αυτή η πόλη.
Αυτή η πόλη είναι εσύ.
Μην ξεχνάς ποτέ ποιος είσαι, μην ξεχνάς ποτέ που ζεις.
No comments:
Post a Comment