Sunday 20 February 2011

ιστορία ενός πεύκου

η μικρή Λεύκω.
Ωραία είναι εδώ, μ' αρέσει. Γεννήθηκα πριν από δύο χρόνια. "Γεννήθηκα" τρόπος του λέγειν, θα 'λεγα καλύτερα ξεφύτρωσα σε αυτό το προαύλιο αφότου εγκατέλειψαν οι άνθρωποι το εργοστάσιο. Εργοστάσιο Λολοσίδη το λέγαν. Δε βρέθηκε ρόδα αυτοκινήτου να με πατήσει, χέρι ανθρώπου να με κόψει. Τυχερό ήμουν ε;

Ξέχασα να σας συστηθώ! Η παρατεταμένη μοναξιά βλέπετε είχε ως συνέπεια να αναπτύξω μια τάση για πολυλογία. Λοιπόν με λένε Λεύκω το Πεύκο. Δε με φύτεψε εδώ κάποιος οικολόγος, όχι, μόνη μου ξεφύτρωσα. Μη με βλέπετε έτσι μικρή και κοκαλιάρα, στις ρίζες μου εγώ κουβαλώ αιώνες ιστορίας! Δεν ξέρω πόσο πίσω στο χρόνο μπορώ να σας πάω για να μη σας κουράσω. Ας ξεκινήσω απ' το πρόσφατο παρελθόν εικοσιοκτώ αιώνες πριν δηλαδή! Χαχαχαχαχα! Μη τρομάζετε, θα είμαι σύντομη.

τέσσερις άντρες στον δρόμο με τα πεύκα Vincent van Gogh
Λοιπόν, γύρω στα 800 πΧ ζούσε σε αυτή την περιοχή που εσείς οι "μοντέρνοι" λέτε Χαϊδάρι, ο προ προ προ προ προ προ πάππους μου, ο Δροσόισκιος ο Ελευσίνιος. Την περιοχή αυτή τότες οι άνθρωποι τη λέγαν Δήμο Ερμού. Τον Δροσόισκιο δεν τον φύτεψαν εκεί πολίτες του Δήμου Ερμού αλλά εκείνοι της Ελευσίνας. Εξού και το όνομά του, ο Ελευσίνιος. Τον είχαν φυτέψει δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό, αυτόν και χιλιάδες άλλα πεύκα για να δροσίζουν με τη σκιά τους τους προσκυνητάδες και τους οδοιπόρους από την Αθήνα προς τα ιερά της Ελευσίνας και τούμπαλιν. Ήταν τόσο μεγάλος και τρανός αυτός ο παππούς που τον προτιμούσαν ανάμεσα σε όλα τα άλλα πεύκα οι διαβάτες για να ξαποστάσουν και να βρουν καταφύγιο κάτω απ' τον παχύ του ίσκιο. Για χρόνια έβλεπε κάθε Σεπτέμβρη την πομπή να ξεκινά από την Ελευσίνα, τους ιερείς και τους προσκυνητάδες να σέρνουν βήμα ρυθμικό καίγοντας θυμιάματα και τραγουδώντας ύμνους για θεότητες υποχθόνιες. Τι λαμπρή γιορτή! Ολάκερος ο δρόμος ήσαντο στολισμένος και σκεπαστός με λέλουδα και καρπούς! Μύριζε ολάκερος ο Δήμος! Κάποτε όμως έβλεπε και στρατούς να μπαίνουν και να βγαίνουν απ' τον κάμπο της Αθήνας. Κάποτε άκουγε ιαχές χαράς από μακριά απ' την Ακρόπολη και κάποτε θρήνους τρομερούς! Όλα τα κακά και τα ωραία αυτοί οι άνθρωποι τα έβρισκαν από την Ιερά Οδό που σκιάζε με τα κλαδιά του ο Δροσόισκιος.

Ήταν έμορφες ημέρες ετούτες για ένα πεύκο! Ήταν σχεδόν ιεροσυλία να κόψει κανείς κάποιο από τα δέντρα του ιερού αυτού δρόμου. Κι έτσι ο παππούς μου αυτός, όπως και πολλοί απόγονοί του μετέπειτα είχαν τέλος φυσικό. Κάποια πυρκαγιά, μια θύελλα ή ένα αστροπελέκι τον έστειλε αδιάβαστο. Πριν όμως είχε φροντίσει να σκορπίσει τα σπόρια του ολόγυρά του και εξασφαλήσει τη διαιώνησή του.

Ένας απ' αυτούς τους απογόνους του Δροσόισκιου ρίζωσε και βλάστησε αρκετά μακριά από την Ιερά Οδό καμπόσους αιώνες αργότερα. τούτον τον προ προ προπάππου μου τον ελέγανε Κουκουναρά Δάφνειο. Δάφνειο διότι η μοίρα τον ήθελε να ξεφυτρώσει κοντά στο ιερό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα, στο μέρος που εσείς οι σημερινοί ονομάζετε Δαφνί.

 χώρος ιερού του Απόλλωνα στο Δαφνί, haidari.gr
Βρισκόμαστε τώρα γύρω στα 600 μΧ. Τα θυμιάματα και οι δεήσεις στους αγαλμάτινους θεούς της αρχαίας πόλης έχουν δώσει τη θέση τους αιώνες τώρα σε πέτρινες εκκλησίες. Η ίδια πόλη δεν υπάρχει πια και η άλλοτε απαστράπτουσα Ιερά Οδός αρχίζει και μαραζώνει, χορταριάζει, σπάει... Μόνο κάποια πεύκα της στέκουν ακόμα ζερβόδεξα ορθά φρουροί και παρήγοροι σύντροφοι των λιγοστών επισκεπτών της παρακμάζουσας πόλης των Αθηναίων.

Ο παππούς μου αυτός όπως σας είπα είχε την τύχη (ή ατυχία;) να ξεφυτρώσει δίπλα στον αρχαίο ναό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα. 'Ο,τι είχε μείνει από δαύτον τουλάχιστον, αφού περάσανε από 'κει βάρβαροι που έκλεψαν κι έκαψαν. 'Ηταν ήρεμη η ζωή εκεί ώσπου μιαν ημέρα καταφτάνουν άνθρωποι μυστήριοι. Μηχανικοί, καλαφάτιδες, ξυλοκόποι χτίστες και πολλοί ιερείς της νέας θρησκείας. Συζητούσαν κάτου απ' τα κλαριά του Κουκουναρά, διαφωνούσαν, μετρούσαν και ξαναμετρούσαν... κι όταν τα λόγια και τα μετρήματα ετέλειωσαν άρχισε η φρίκη... Πελέκησαν τα απομεινάρια του όμορφου ναού και τον αποτελείωσαν. Τον έκαμαν συντρίμμια. Και σαν τελείωσαν με δαύτον, πελέκησαν και τα πεύκα ολόγυρά του... ρίξανε κατάχαμα και τον Κουκουναρά και από την σάρκα του έκαμαν σανίδια. και από τα σπασμένα μάρμαρα του αρχαίου ναού εσήκωσαν ναό νέο, χρηστιανικό. Και τα σανίδια του Κουκουναρά τα έκαμαν σκαλωσές να πατήσουν οι σοβατζίδες, οι ζωγράφοι και οι τεχνίτες του ψηφιδωτού. Κοίταζαν τα παιδιά τα απομεινάρια του πατέρα τους του Δάφνειου με φρίκη. Μερικά είχαν γλιτώσει απ' το μακελειό αφού λόγω του μικρού τους αναστήματος οι ξυλοκόποι δεν είχαν συμφέρο να τα κόψουν. Κοίταζαν και ρετσινοδακρίζανε. Τι μακελειό!

haidari.gr
Μα σαν ετέλεψαν οι εργασίες έτριβαν τα μάτια τους. Τι ναός όμορφος ήταν τούτος! Περίλαμπρος κι ανάλαφρος! Είχε το μεγαλείο του παλιού και την επιβλητηκότητα της νέας θρησκείας! Χαλάλι, ανέκραξαν τα πεύκα! Χαλάλι να δώσουμε το ξύλο μας και να πεθάνουμε. Αξίζει για τέτοια θάματα και ομορφιά η θυσία!

Δίπλα στα πεύκα οι παπάδες εφύτεψαν και κάτι κυπαρίσσια μα δεν τους πολυμιλούσαν τα άλλα πεύκα και δεν τα έκαμαν παρέα γιατί ήταν πολύ περήφανα και σνομπ.

Το λοιπόν και άλλοι αιώνες περάσανε και τα παιδιά του Κουκουναρά γιόμησαν την κοιλάδα του Δαφνίου ζωή και μυρουδιές. Εγίνηκε το μέρος ένας πράσινος παράδεισος! Εκεί άνθρωποι δεν υπήρχαν μοναχά περαστικοί βοσκοί με αναιδέστατα γίδια που εξολόθρευαν πολλά μικρά φυντάνια. Κάπως έτσι φτάσαμε κάπου στα 1800...

Άρης ο Ρετσινιάρης -  flickr
Τότες, στους πρόποδες του Ποικίλου ζούσε ένας απόγονος του Κουκουναρά του μακαρίτη και μακρινός παππούς μου, ο Άρης ο Ρετσινιάρης. Δε σου γιόμιζε το μάτι για πεύκο, ήταν γυρτός και κατσιασμένος, τα κλαδιά του σχεδόν σούρνουνταν στο χώμα. Τα παιδιά των βοσκών κρέμονταν και τραμπαλίζονταν απ' τα κλαδιά του, του κλεβανε τις κουκουνάρες, του τραβολογούσανε τις πευκοβελόνες και τον τσουρομαδούσαν, έτσι για την πλάκα τους. Αχ! Να 'χε φωνή να μιλούσε!

'Ωσπου μια νύχτα σαματάς μεγάλος και χαλασμός εγίνηκε! Μπαμ! Μπουμ! τυφεκιές και κουμπουριές ακούγονταν πέρα από την κοιλάδα στα δυτικά κοντά στους βάλτους! Τούρκοι! Ερχόντουσαν στην Αθήνα να ενισχύσουν τη φρουρά της Ακρόπολης και στον δρόμο τους κατεκαιγαν τα πάντα! Στάνες εκκλησιές καλύβια... Οι λιγοστοί άνθρωποι που έμεναν πέριξ του Χαϊδάρ Πασά (έτσι λέγονταν τότες η περιοχή) έτρεχαν να σωθούν απ' το φονικό.

Η μάχη του Χαϊδαρίου
Έτσι έτρεχε κι ένα ξυπόλυτο βοσκόπουλο μέσα στη νύχτα τρομαγμένο. Ομπρώς αυτό, ξοπίσω του τρία ντερέκια Τουρκαλάδες πάνω στα αλόγατά τους. Να το σφάξουν γύρευαν το μικρό, έτσι για το κέφι τους. Και που να πάει να κρυφτεί το βυζαχτάρι που ήσαντο ξυπόλυτο και τα πατούσια του ήδη μάτωναν από το κυνηγητό την τρεχάλα; Κοιτά απεδώ, κοιτά απεκεί, βλέπει τα χαμόκλαδα του Ρετσινιάρη και χώνεται ανάμεσά τους. Καταφτάνουν και οι στρατιώτες, κοιτούν απεδώ, κοιτούν απεκεί, πουθενά το πιτσιρίκι. Εκείνο χωμένο κάτου απ' τον γυρτό Ρετσινιάρη ίσα που φαίνουνταν. Χτυπούσε η καρδιά του παιδιού έτοιμη να σπάσει. "Σώπασε καρδιά μου να σε χαρώ! Σώπασε μη σ' ακούσουν!" της έλεγε μέσα απ΄ τα σφιχτά του δόντια. "Σώπασε" τον ηρέμησε και ο Ρετσινιάρης και χαμήλωσε το φύλλωμά του πιο πολύ να τον αγκαλιάσει ολάκερο, όπως ο πατέρας θα αγκάλιαζε τον γιο του. Είδαν και οι Τουρκαλάδες το δεντρί να σαλεύει μοναχό του δίχως πνοή αγέρα και εσάλεψε και το μυαλό τους! Κατουρηθήκανε τα ντερέκια και σπηρούνιασαν τα αλόγατα να τρέξουν μακριά! Σώθηκε ο μικρός. Μερικά καλοκαίρια αργότερα θα στέκει δίπλα στον Καραϊσκάκη. Πρωτοπαλίκαρό του. Σε τούτα δω τα μέρη. Στη μάχη του Χαϊδαρίου. Πάλι τότες θα γυρέψει ταμπούρι απ' τον Άρη τον Ρετσινιάρη. Πάλι εκείνος θα τον σώσει...

Νικόλαος Γύζης, Γιάντες (1878). εθ. πινακοθηκη
Περάσαν χειμώνες και καλοκαίρια αλλαγές πολλές γινήκανε στην περιοχή. Τότε ζούσε ένας άρχοντας ο Νικόλαος Νάζος. Είχε ένα μεγάλο χτήμα εκεί που εσείς οι τωρινοί λέτε Ελαιώνα. Μέσα στους κήπους του είχε περτικαλιές κλίματα, ελιές και άλλα δέντρα. Λέλουδα και ζώα τροφαντά, σπουδαίο χτήμα! εκεί ζούσε και ένα από τα παιδιά του Άρη, η Δούκισσα Τρυγόνα. Έτσι ονόμασε η μικρή κόρη του άρχοντα, η Άρτεμις, το πέυκο αυτό. Μικρή έπαιζε μοναχή της γύρω - γύρω απ' τον χοντρό κορμό της. Ξάπλωνε η Άρτεμις στα ριζά της Δούκισσας και άκουγε τα τρυγόνια στα κλαριά της να χαλούν τον κόσμο κάθε άνοιξη. Την αγαπούσε τη Δούκισσα η μικρή. Και η Δούκισσα αγαπούσε την μικρή. Άκουγε τα ξομολογήματά της, τα γέλια της και κάποτε τα παράπονα και τους καημούς της. Μα τα χρόνια επέρασαν και η μικρή Άρτεμις εγίνηκε μια όμορφη γυναίκα και τότες ήρθε στο αρχοντικό να μείνει ένας νέος άντρας που του άρεσε να ζωγραφίζει. Το όνομά του ήταν Γύζης.

Όπως ήταν φυσικό πέσανε οι δύο νέοι σε έρωτα βαθύ. Και τα γλυκά τα βράδια αποτραβιόντουσαν και οι δυο τους στο μέρος που στέκονταν η Δούκισσα. Και ακουμπούσαν πλάτη στον κορμό της. Και κοιτούσαν ψηλά, μέσα απ' τα κλαδιά της. Ίσως και πιο ψηλά ακόμα, στα αστέρια. Τους έκανε χάζι και χαίρονταν η Δούκισσα Τρυγόνα! Και που και που μάλωνε τα τρυγόνια που φιλοξενούσε στο φύλλωμά της εάν κάποιο από δαύτα κουτσουλούσε το ζευγαράκι από κάτου.

η Δούκισσα Τρυγόνα δίπλα στο κτήριο Γύζη
Χειμώνες μετά φύγανε και οι δυο τους φρεσκοπαντρεμένοι για τα ξένα. Έφυγε η Άρτεμις και υποσχέθηκε στην Δούκισσα κάποια μέρα να ξαναγυρίσει. Η Τρυγόνα δεν απάντησε. Πρόσταξε μοναχά τα πουλιά να την συνοδέψουν στο ταξίδι της. Έφυγε η μικρή της φίλη και δεν ξαναγύρισε ποτές. Ρήμαξε και το χτήμα. πέσαν οι δουλειές του άρχοντα όξω και το πούλησε. Εσώπασαν τα τρυγόνια. Εσώπασε και η Δούκισσα. Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε. κάποιοι λεν πως στέκει ακόμη στο πάρκο που εσείς λέτε Παλατάκι. Στέκει εκεί γριά και κουρασμένη. Και περιμένει...

Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει και όλο πιο πολύ το Χαϊδάρι γιομίζει από ανθρώπους. Στις αρχές του εικοστού αιώνα ήρθαν εδώ άνθρωποι ξεριζωμένοι από άλλες πατρίδες μακρινές. Ήρθαν εδώ να κάνουν μιαν νέα αρχή, να στεριώσουν οι ζωές τους. Μα οι άνθρωποι δεν είναι σαν εμάς τα δέντρα. Εμείς το μόνο που χρειαζόμαστε για να ζήσουμε είναι μια σπιθαμή γης ενώ εσείς θέλετε στρέμματα ολάκερα, θέλετε σπίτια, θέλετε πρώτες ύλες, θέλετε, θέλετε, θέλετε... Αυτά τα θέλω σας ανησυχούσαν τα πεύκα του Χαϊδαρίου κι ανάμεσά τους ανησυχούσαν και τα παιδιά της Δούκισσας. Πολλά από δαύτα ζούσαν κατά μήκος ενός δρόμου που σήμερα ονομάζεται οδός Καραϊσκάκη. Οι φόβοι γρήγορα πήραν σάρκα και οστά όταν οι πρώτοι πρόσφυγες άρχισαν να πελεκάνε δέντρα. Άλλος θες για να οργώσει, άλλος για να φτιάξει το καλύβι του, άλλος για καυσόξυλα... Τη δεντροστοιχία όμως στην οδό αυτή την άφησαν σχεδόν ανέπαφη, ευτυχώς.

Έτσι λοιπόν χάνουνταν πολλά πεύκα. Δίνανε το ξύλο τους για να στεριώσουν οι βασανισμένες ψυχές των ανθρώπων. Και όταν λίγο πέρασε ο καιρός και νόμιζαν όλοι πως τα προβλήματά τους ετέλεψαν, ήρθε το 1941...

Γυναίκες μεταφέρουν ξύλα απ' το Δαφνί
Τότες ζούσε στην οδό Βασιλέως Γεωργίου ο Σταύρος ο Σημαδεμένος, ο πατέρας μου. Του 'χαν δώσει αυτό το όνομα οι άνθρωποι. Δίνανε ραντεβού πολλά ζευγαρακια κάτω από τη φυλλωσά του αφού ήταν το μοναδικό πεύκο σε ούλο το δρόμο! Κάτι σαν ορόσημο. Εάν ζούσες 'κει γύρω στα '40 και είχες νταλκάδες και 'ρωτικούς καημούς το πιο πιθανό ήταν να συναντούσες το ταίρι σου κάτω απ' τον Σταύρο. Ε, κι αν αργούσε λιγάκι το ραντεβουδάκι σου εσύ τότες χάραζες με τον σουγιά σου τα αρχικά σας και μιαν καρδιά. Εξού και το επώνυμο: ο Σημαδεμένος! Ο κορμός του μπαμπά ήταν γιομάτος από γράμματα, καρδούλες, αριθμητικά σύμβολα, συν, ίσον... μυστήρια οντα οι άνθρωποι...

Όλα τούτα σαν να κόπηκαν μαχαίρι τότε το 1941. Ο αέρας μύριζε θάνατο. Πείνα και κακουχίες. Οι άνθρωποι του Χαϊδαρίου χαμογελούσαν λιγότερο. Αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος δεν ξεμύτιζαν από τα σπίτια τους. Για ένα δέντρο όλα αυτά φαντάζουν περίεργα. Τι άλλαξε ξαφνικά, τι συνέβη, αυτά είναι υποθέσεις ανθρώπινες.

Κάτι άλλο παράξενο που είχε προσέξει κείνες τις ημέρες ήταν μια νέα φάρα ανθρώπων που τριγύριζε στους δρόμους τις πόλης. Ετούτοι δεν έμοιαζαν με τους Χαϊδαριωτες που ήξευρε. Ετούτοι ήσαντο λίγο πιο αψηλοί και ξανθοί. Φορούσαν κατσαρολικά στα καρκάλια τους και στολές γκριζωπές. Κουβαλούσαν φυσικλέκια και άμα δεν πηγαινοέρχονταν με κανένα φορτηγό, περπατούσαν ο ένας πισ' απ' τ' άλλον με βηματισμό ρυθμικό, ωσάν της πάπιας. Οι άλλοι άνθρωποι σκιαζόντουσαν και παραμερούσαν σαν περνούσαν αυτοί οι ξένοι.

Ένα μουντό πρωινό ο ξερός ήχος μιας φάλαγγας σκονισμένων φορτηγών εξύπνησε την πόλη. Έρχονταν από το στρατόπεδο κι ανέβαινε την Βασιλέως Γεωργίου. Σε λίγο θα περνούσε μπροστά από τον Σταύρο τον Σημαδεμένο. Ανάστατοι οι άνθρωποι μισάνοιξαν τα παραθυρόφυλλά τους να ιδουν τι συμβαίνει. Ήσαντο τρία, τέσσερα... μα μέσα στις καρότσες δεν είδαν αυτούς τους ξένους. Είδαν κάτι κουρελίδες και κοκαλιάρηδες, αλυσοδεμένους και βασανισμένους. Ποίοι ήταν; Πού τους πήγαιναν; Ε, δεν ήταν δική τους δουλειά να ανησυχούν και έκαναν να σφαλίσουν τα παραθύρια τους... Μα μια γυναίκα είχε αντίθετη γνώμη: "ΚΩΣΤΑΑΑ !!!" μια κραυγή πάγωσε καρδιές και βλέμματα! Και μετά μιαν άλλη: ΠΑΥΛΟΟΟ !!!" Και πόρτες άνοιξαν. Και πόδια έτρεξαν. Και δάκρυα χύθηκαν. Κάποιοι μες τα καμιονια ήταν Χαϊδαριωτες. Και οι δικοί τους τους είχαν αναγνωρίσει. Έκαναν να φτάσουν τις καρότσες μα οι ξένοι με τα φυσικλέκια τους απώθησαν. Τεντωμένα χέρια έτειναν με λαχτάρα πάνω στα μέταλλα των φορτηγών. Οι γυναίκες έπεφταν κατά γης, ξανασηκώνονταν και ακολουθούσαν την πομπή. Και οι αιχμάλωτοι στις καρότσες να κοιτούν χαμογελαστοί και δακρυσμένοι.
Ναπολέων Σουκατζής

Και η πομπή πέρασε κάτω από τον Σταυρο. Και τότες ένας από τους αιχμαλώτους του τελευταίου φορτηγού άνοιξε την χούφτα του που μέχρι τότε κράταγε σφιχτή. Ένα τσαλακωμένο χαρτάκι ελευθερώθηκε απ' το χέρι του κι έπεσε στο χώμα. Στα ριζά του Σταύρου: "πατερούλι πάω για εκτέλεση, να 'σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου. Φιλιά πατερούλη. Ναπολέων". Κι άλλος έκαμε το ίδιο. Ύστερα κι άλλος, κι άλλος. Σαν να ήξευραν πως οι άνθρωποί τους θα αναζητούσαν τα ίχνη στους σε αυτό το πεύκο. Εκεί που έδιναν τα ραντεβού τους. Κι όταν τα καμιόνια χάθηκαν μακριά γέμισε κόσμο το μέρος του Σημαδεμένου. Αρραβωνιάρες, μάνες, πατεράδες... Ψαχούλευαν ανάμεσα στις πευκοβελόνες τους για κάποιο σημάδι, ένα μήνυμα...

Ένα μήνυμα που τελικά έφτασε στον προορισμό του. Ταξίδεψε στους χρόνους και φώλιασε μέσα στις καρδιές των Χαϊδαριωτών. Ξεδιπλώθηκε και διαβάστηκε δυνατά. Γιόμησε τον αέρα που αναπνέουμε με το άρωμα του Δροσόισκου, του Κουκουναρά, του Ρετσινιάρη, της Δούκισσας και του Σημαδεμένου.

Μυρίζει ιστορία αυτή η πόλη.

Αυτή η πόλη είναι εσύ.

Μην ξεχνάς ποτέ ποιος είσαι, μην ξεχνάς ποτέ που ζεις.



No comments:

Post a Comment